- δυσανάλυτος
- ο (Α δυσανάλυτος, -ον)νεοελλ.ορυκτό, νιοβικό άλας ασβεστίου, δημητρίου και νατρίου, τού κυβικού συστήματοςαρχ.αυτός που δύσκολα αναλύεται.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσανάλυτος — hard to analyse masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσαναλύτως — δυσανάλυτος hard to analyse adverbial δυσανάλυτος hard to analyse masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσανάλυτον — δυσανάλυτος hard to analyse masc/fem acc sg δυσανάλυτος hard to analyse neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσανάλυτα — δυσανάλυτος hard to analyse neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)